ἐπισταθμίας

ἐπισταθμίας
ἐπισταθμίᾱς , ἐπισταθμία
lodging
fem acc pl
ἐπισταθμίᾱς , ἐπισταθμία
lodging
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επίσταθμος — η, ο (Α ἐπίσταθμος, ον) [σταθμός] αυτός που σταθμεύει σε έναν τόπο νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο επίσταθμος ο επιμελητής τής επισταθμίας, αυτός που πήρε εντολή να προετοιμάσει επισταθμία αρχ. 1. ο φρουρός στην είσοδο σταθμού 2. ο υπεύθυνος τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”